- εξηκονταετία
- η (AM ἑξηκονταετία) [εξηκονταετής]χρονική περίοδος εξήντα ετών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑξηκονταετίας — ἑξηκονταετίᾱς , ἑξηκονταετία the age of sixty fem acc pl ἑξηκονταετίᾱς , ἑξηκονταετία the age of sixty fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… … Dictionary of Greek